- ειναετίζομαι
- εἰναετίζομαι (Α)είμαι εννέα ετών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰναετιζόμεναι — εἰναετίζομαι pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενναετίζομαι — ἐνναετίζομαι και ποιητ. τ. εἰναετίζομαι (Α) γίνομαι εννέα ετών … Dictionary of Greek